οικοδομήσιμος

οικοδομήσιμος
-η, -ο
1. ο κατάλληλος για χτίσιμο: Το οικόπεδο είναι οικοδομήσιμο.
2. αυτός που χρησιμοποιείται στην οικοδομή: Οικοδομήσιμη ξυλεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οικοδομήσιμος — η, ο 1. (για έδαφος) κατάλληλος για ανέγερση οικοδομής, πρόσφορος για οικοδόμηση 2. (για υλικά) αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικοδομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικοδόμηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Δ. Μαργαρίτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”